σχολή

σχολή
σχολή, ,
A leisure, rest, ease, Pi.N.10.46, Hdt.3.134, etc.; opp. ἀσχολία, Arist.Pol.1334a15, etc.; σχολὴν ἄγειν to be at leisure, enjoy ease, keep quiet, Hdt. l.c., E.Med.1238, Th.5.29; ἐπί τινι for a thing, Pl.Ap.36d;

περί τι Antip.Stoic.3.256

;

πρός τι Pl.Phdr.229e

, Arr.Epict.1.27.15; τινι Luc.Cal.15; σ. ἀγαγεῖν ἐπί τινα to give up one's time to him, Id.DDeor.12.2, etc.; σ. ἔχειν to have leisure, E.Andr. 732, Pl.Lg.813c, etc.; ἀμφὶ ἑαυτόν for one's own business, X.Cyr.7.5.42; σ. ποιεῖσθαι to find leisure,

πρός τι Id.Mem.2.6.4

: c. inf., Pl. Ion530d; μὴ σχολὴν τίθει, i.e. make haste, A.Ag.1059;

ἡνίκ' ἂν σχολὴν λάβω E.IT1432

; σχολή [ἐστί] μοι I have time,

οὐ σχολὴ αὐτῷ Pl.Prt.314d

; οὐκ οὔσης ς. Ar.Pl.281; also

παρούσης πολλῆς σ. . . πρός τι Pl.Plt.272b

: prov.,

οὐ σ. δούλοις Arist.Pol.1334a21

: c. inf.,

οὔτοι . . τῇδ' ἐμοὶ σ. πάρα τρίβειν A.Ag.1055

, etc.; εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι ς. S. Aj.816;

εἴ σοι σ. προϊόντι ἀκούειν Pl.Phdr.227b

; καταβαίνειν οὐ ς. Ar. Ach.409,al.;

σ. πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι A.Pr.818

; σχολὴ ἐδόκει γίγνεσθαι he thought he had plenty of time, Th.5.10; σ. διδόναι, παρέχειν τινί, X.Cyr.4.2.22, Hier.10.5;

σ. καταναλίσκειν εἴς τι Isoc.1.18

; τὴν τοῦ πράττοντος σ. περιμένειν to wait his leisure, Pl.R.370b; σχολῆς τόδ' ἔργον a work for leisure, i.e. requiring attention, E. Andr.552: freq. with Preps., ἐπὶ σχολῆς at leisure, Pl.Tht.172d;

κατὰ σχολήν Ar.Ec.48

, Pl.Phdr.228a;

μετὰ σχολῆς Id.Criti.110a

;

ὑπὸ σχολῆς Plu.2.667d

; v.infr. B.
2 c. gen., leisure, rest from a thing,

ἔν τινι σχολῇ κακοῦ S.OT1286

;

ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν . . πόνων E.HF 725

;

σ. ἐστί τινι τῶν πράξεων Pl.Lg.961b

, cf. R.370c; also

σ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος Id.Phd.66d

; σ. ἄγειν ἀπό τινος to keep clear of . . , X.Cyr.8.3.47; ἡ τῶν ἀναγκαίων ς. Arist.Pol.1269a35.
3 idleness, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία ς. S.Fr.308;

σ. τερπνὸν κακόν E.Hipp. 384

.
II that in which leisure is employed, οὐ κάμνω σχολῇ I am not weary of talk, Id.Ion 276; esp. learned discussion, disputation, lecture, Pl.Lg.820c (pl.), Arist.Pol.1323b39;

παρεκαθίζανον . . σχολαῖς φιλομαθεῖν προαιρούμενοι IG22.1011.22

; ταῦτ' οὐ σχολὴ Πλάτωνος; Alex.158;

σχολὰς ἀναγράψαι Phld.Acad.Ind.p.74

M., cf. Plu.2.37c, etc.; σ. περὶ πολιτείας γράψασθαι ib.790e; σ. ἀναγνῶναι, λέγειν, Phld. Acad.Ind.p.82 M., Arr.Epict.4.11.35; ἠθικαὶ σ., title of work by Persaeus, Stoic.1.102, cf.Cic.Tusc.1.4.7,8.
2 a group to whom lectures were given, school, Arist.Pol.1313b3, Phld.Ind.Sto.10, D.H.Isoc.1, Dem.44, Plu.Per.35, Alex.7, etc.; σ. ἔχειν to keep a school, Arr.Epict. 3.21.11; σχολῆς ἡγεῖσθαι to be master of it, Phld.Acad.Ind.p.92 M., D.H.Amm.1.7.
3 Lat. schola, = σχολαστήριον, Vitr.5.10.4, CIL 10.831, etc.
III σχολαί, αἱ, regiments of the Imperial guard, Procop.Goth.4.27, Suid. s.v. διέδριον; Lat.scholae, Cod.Theod.14.17.9 (iv A.D.), etc.
b section of an office, PMasp.57 ii 18 (vi A.D.); of the 15 'schools' of shorthand writers, Lyd.Mag.3.6.
B σχολῇ as Adv., in a leisurely way, tardily,

ἤνυτον σ. βραδύς S. Ant.231

, cf. Th.1.142
, 3.46, And.2.19, etc.; ἄτρεμά τε καὶ ς. Alex. 135.4;

σ. καὶ βάδην Plb.8.28.11

.
2 at one's leisure, i.e. scarcely, hardly, not at all, S.OT434. Ant.390, Pl.Sph.233b, etc.;

παραινῶ πᾶσι . . σ. τεκνοῦσθαι παῖδας E.Fr.317

;

σ. γε And.1.102

, X.Mem.3.14.3;

σ. που Pl.Sph.261

b: freq. in apodosi, to introduce an a fortioriargument, εἰ δὲ μὴ . . , ἦ που σχολῇ . . γε if not so . . , hardly or much less so . . , And.1.90;

εἰ αὗται . . μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι Pl.Phd.65b

;

εἰ μὴ τούτων . . , σ. τῶν γε ἄλλων Arist.Metaph.999a10

; ὁπότε γὰρ . . , answered by σ. γε, Pl.R.610e;

μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σ. τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται Id.Lg.668c

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχόλη — σχόλη, η και σκόλη, η μέρα γιορτής ή γενικά μέρα ανάπαυσης: Θα ρθω να σε δω αύριο που έχουμε σκόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολή — leisure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • σχόλη — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * και σκόλη, η, Ν 1. ανάπαυση 2. (κατ επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή* με σημ. «απραξία,… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — η 1. σχολείο και ειδικότερα της ανώτερης βαθμίδας: Φοιτά στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. 2. ελεύθερος χρόνος, αργία. 3. τεχνοτροπία ή κάποιο σύστημα (οικονομικό, φιλοσοφικό, πολιτικό κτλ.) καθώς και οι οπαδοί του: Ο Σολωμός θεωρείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολῇ — σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg (doric) σχολάζω to have leisure fut ind act 3rd sg (doric) σχολή leisure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωμαϊκή σχολή — Σχολή ζωγραφικής στην οποία ανήκε μια ομάδα ζωγράφων και γλυπτών, Ιταλών και ξένων, που ζούσαν στη Ρώμη. Η δραστηριότητα της σχολής εντοπίζεται χρονολογικά από το 1930 έως το 1945. Βασικοί πρωτεργάτες της σχολής υπήρξαν οι ζωγράφοι Σκιπιόνε… …   Dictionary of Greek

  • αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… …   Dictionary of Greek

  • κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… …   Dictionary of Greek

  • Σιβιτανίδειος, Σχολή — σχολή τεχνών και επαγγελμάτων που βρίσκεται στην Aθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σχολή Εμποροπλοιάρχων Κύμης — Παράλιος οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κύμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”